- ὑπερκαταβαίνω
- ὑπερκαταβαίνωget down overpres subj act 1st sgὑπερκαταβαίνωget down overpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερκαταβαίνω — ΜΑ [καταβαίνω] κατεβαίνω περνώντας πάνω από κάτι που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
ὑπερκατέβησαν — ὑπερκαταβαίνω get down over aor ind act 3rd pl ὑπερκαταβαίνω get down over aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκαταβάντες — ὑπερκαταβαίνω get down over aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκατέβαινεν — ὑπερκαταβαίνω get down over imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκατέβη — ὑπερκαταβαίνω get down over aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκαταβάς — ὑπερκαταβά̱ς , ὑπερκαταβαίνω get down over aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)